Την αθώωση του Πέτρου Φιλιππίδη για τον βιασμό κατ’ εξακολούθηση
ζήτησε η εισαγγελέας της έδρας Στέλλα Στόγια από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Η εισαγγελέας, ωστόσο, ζήτησε την ενοχή του για απόπειρα βιασμού σε βάρος της δεύτερης καταγγέλλουσας, Συνεχίζεται η αγόρευση της για την υπόθεση της τρίτης καταγγέλλουσας.
«Εκτιμώντας όλο το αποδεικτικό υλικό αδυνατώ καταλήξω στο τι ακριβώς συνέβη. Έχω αμφιβολίες. Μπορεί να συνέβησαν τα γεγονότα όπως τα λέει η καταγγέλλουσα στο δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο δε μπορεί να καταδικάσει με αμφιβολίες. Οι διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας δεν είναι λεπτομέρειες. Υπάρχουν αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη. Για τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό θα προτείνω να τον κηρύξει αθώο.
Για την πρώτη καταγγέλλουσα
«Οφείλουμε να ελέγξουμε την αξιοπιστία της μαρτυρίας όταν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο που υπάρχει. Για τον πρώτο καταγγελλόμενο βιασμό η καταγγέλλουσα είχε καταθέσει ότι υπήρχε χειραγώγηση. «Υπήρχαν πράγματα που έλεγες για τον κατηγορούμενο… απλώς με συμπαθεί πολύ. Ήταν στο όριο» είχε καταθέσει η καταγγέλλουσα» είπε η εισαγγελέας σημειώνοντας στη συνέχεια ότι του δήλωσε πως θέλει να φύγει αλλά και πως δεν αντιλήφθηκε ότι η πράξη που έγινε σε βάρος της συνιστούσε βιασμό.
Η εισαγγελική λειτουργός, αναφερόμενη στο δεύτερο περιστατικό βιασμού, είπε: «Η καταγγέλλουσα είπε πως πήγε με βαριά καρδιά θεωρώντας πως θέλει να επανορθώσει ο κατηγορούμενος. (Η εισαγγελέας αναφέρθηκε σε αποσπάσματα της κατάθεσης της καταγγέλλουσας για το δεύτερο βιασμό). Η καταγγέλλουσα στην ανακρίτρια είχε καταθέσει ότι ενθουσιάστηκε ασχέτως με ότι είχε γίνει, ενθουσιασμό που επιβεβαίωσε και η μητέρα της. Γεννώνται ερωτηματικά. Βεβαίως ήταν χαρούμενη στην προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης. Όμως μια γυναίκα που έχει υποστεί τέτοια πράξη επουδενί δεν πηγαίνει χαρούμενη στο βιαστή της. Είπε ότι «έτσι έχουμε γαλουχηθεί στο θέατρο». Μέχρι ποια συμπεριφορά; Μέχρι της διάπραξη κακουργήματος και μάλιστα από αυτά με την μεγαλύτερη απαξία; Κατά την άποψη της ομιλούσας, όχι».
Η εισαγγελική λειτουργός επεσήμανε ότι στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας υπάρχουν αντιφάσεις, τις οποίες ανέφερε αναλυτικά, υπογραμμίζοντας ότι το δεύτερο περιστατικό βιασμού της υπενθυμίστηκε από φίλο της και αναφέρθηκε στο στάδιο της ανάκρισης. «Σε ερωτήσεις προς την καταγγέλλουσα για τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στις καταθέσεις της, εκείνη υποστήριξε: «Ήταν όλα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όταν μου τα θύμισε ο Παναγιώτης (φίλος της), ήταν σαν να άνοιξε αυτή την πόρτα». Η καταγγέλουσα σε τρία διαφορετικά όργανα κατέθεσε διαφορετική αποτύπωση των γεγονότων. Άλλά στο ΣΕΗ, άλλα στον εισαγγελέα, άλλα στην ανάκριση. Γιατί δεν είπε στον εισαγγελέα όσα είπε στον ανακριτή. Η καταγγέλουσα προσήλθε στον εισαγγελέα για να καταγγείλει όσα υπέστη, όχι να τα χαρακτηρίσει νομικά. Το τόσο σοβαρό γεγονός το καταθέτει πρώτη φορά στην ανακρίτρια. Αν το είχε καταθέσει στον εισαγγελέα θα είχα διαφορετική τοποθέτηση, δεχόμενη ότι στο ΣΕΗ ήθελε να καταγράψει μια καταγγελία. Ανακάλυπτε όμως κάτι νέο σε κάθε επόμενο στάδιο».
Αυτές οι διαφοροποιήσεις δημιούργησαν ερωτηματικά στην εισαγγελέα της έδρας. «Ήταν ένα περιστατικό που της είχε ξανασυμβεί; Ήταν το συνήθως συμβαίνον; Η πρώτη καταγγέλλουσα υποβάθμισε τα γεγονότα λέγοντας ότι αυτά συμβαίνουν στο θέατρο. Αν ήταν έτσι για ποιο λόγο το απώθησε ως γεγονός;» αναρωτήθηκε και συμπλήρωσε ότι όλοι οι επιστήμονες που εξετάσθηκαν συμφώνησαν σε ένα πράγμα, ότι «το βίωμα του βιασμού δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη του θύματος».
Η πρώτη καταγγέλλουσα είναι ηθοποιός και γνωρίζει τους κανόνες της υποκριτικής, επεσήμανε η εισαγγελέας και ανάφερε φράσεις της όπως «στο θέατρο ματώνουμε». «Σε κανένα επαγγελματικό χώρο δεν μαθαίνουν οι δάσκαλοι στους νέους καλλιτέχνες να ανέχονται εγκλήματα. Συμπεριφορές ναι, πίεση ναι, αλλά όχι κακουργήματα ή κακοποιητικές συμπεριφορές» είπε χαρακτηριστικά.
Μου προκάλεσε εντύπωση ότι σε αίτημα για αναπαράσταση η πρώτη καταγγέλουσα είπε: «Θα δεχτώ να γίνει αναπαράσταση αν το κάνει ο ίδιος. Μπορεί;». Στη συνέχεια είπε ότι ήταν χιούμορ και ειρωνεία και πως το θεωρεί αναχρονιστικό. Επιτρέψτε μου όμως ότι με το βιαστή σου δε μπορείς να κανείς χιούμορ. Θα εκτιμηθεί και η συμπεριφορά του θύματος. Το θύμα δεν απολογείται για τη συμπεριφορά του, αλλά αξιολογείται η κατάθεση του».
Καταλυτική χαρακτήρισε η εισαγγελέας την κατάθεση της Θαλειας Ματίκα, της Ζέτας Μακρυπούλια και των ηθοποιών που κλήθηκαν να καταθέσουν. «Δεν επιβεβαίωσε τη σύζυγο του κατηγορουμένου για το περιστατικό της βάπτισης. Δεν αναγνώρισε καν την καταγγέλλουσα στο δικαστήριο. Αν είχε ειπωθεί κάτι τέτοιο θα το θυμόταν εξαιτίας και της στενής σχέσης που είχε τότε με την κα. Νίνου. Αντίστοιχα η κα. Κοτσοβούλου δεν επιβεβαίωσε ότι την κάλεσε στο θέατρο για να αναλάβει ρόλο στην παράσταση, ισχυρισμό που επιβεβαίωσε και η Ζέτα Μακρυπούλια».
«Το δικαστήριο δεν είναι τιμητής του ήθους»
Με την υπενθύμιση ότι η κρίση του δικαστηρίου πρέπει να γίνεται με αποδείξεις ξεκίνησε νωρίτερα την πρόταση της η εισαγγελέας. «Καλείστε σήμερα να αποφασίσετε για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου χωρίς να καταλείπεται καμία αμφιβολία. Το δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν τέλεσε και ποιές πράξεις, από αυτές που καταγγέλλονται. Δεν καλείται να κρίνει αν οι συμπεριφορές του κατηγορουμένου ήταν κακές. Το δικαστήριο δεν είναι τιμητής ήθους. Το δικαστήριο θα κρίνει με αποδεικτικά στοιχεία, όχι ενδείξεις. Και οι δυο πλευρές θα προσπαθήσουν μετά την πρόταση μου να προκαλέσουν το θυμικό σας».
Όπως εξήγησε, τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας είναι τα πιο δυσαπόδεικτα. «Όταν δεν υπάρχει ιατροδικαστική έκθεση είναι ακόμη πιο δυσαπόδεικτα. Είναι εγκλήματα χωρίς θεατές ή μάρτυρες. Τα καταγγελλόμενα εγκλήματα έχουν λάβει χώρα πολλά χρόνια πριν» σημείωσε.
Απαντώντας στο γιατί τώρα οι καταγγελίες, η εισαγγελέας ξεκαθάρισε: «Για τώρα ένιωσαν έτοιμες. Τώρα ένιωσαν δύναμη και θάρρος σε έναν άνθρωπο που άλλαξε τη ζωή τους. Για τώρα πήραν θάρρος και από παροιμίες καταγγελίες έτερων γυναικών. Γιατί τώρα ένιωσαν μετά την καταγγελία της κας. Μπεκατώρου την ασφάλεια να καταθέσουν.
Ποιος άλλωστε καθορίζει το πότε και πως θα κάνει κάποιος καταγγελία; Κανένας».
Η ίδια απέρριψε τους ισχυρισμούς Φιλιππίδη περί οργανωμένου σχεδίου εξηγώντας: «Θα δούμε τις καταγγελίες ξεχωριστά παρά τα όσα υποστηρίζει η υπεράσπιση περί κοινών στοιχείων και οργανωμένο σχέδιο. Κίνητρο τους κατά τον κατηγορούμενο ήταν ότι δεν έδωσε δουλειά ή ότι ήθελαν να μοιραστεί η πίτα στο θέατρο. Η θέση του κατηγορουμένου δεν επιρρωνύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Για να υπάρξει ενορχήστρωση και οργάνωση χρειάζεται αρχηγός, που κατονομάστηκε από τον κατηγορούμενο αλλά απαιτούνται και αλλά στοιχεία. Πως επελέγησαν οι συγκεκριμένες καταγγέλλουσες; Μας είπε ότι η τρίτη καταγγέλλουσα έχει συνεργαστεί με την κα. Παπαχαραλάμπους. Πως ήξερε η κα. Παπαχαραλάμπους ότι η συγκεκριμένη καταγγέλλουσα είχε υποστεί κάτι από τον κατηγορούμενο; Οι καταγγέλλουσες καμιά σχέση δεν είχαν μεταξύ τους. Αποφάσισαν να να υποβληθούν σε μια επίπονη διαδικασία και να εκθέσουν τον εαυτό τους, αλλά κατά τον κατηγορούμενο ήταν για την αποκαθήλωση του, επειδή ήταν ο εύκολος στόχος και δεν κρυβόταν. Ο κατηγορούμενος χαρακτήρισε εθελόντριες τις καταγγέλλουσες αλλά αρκέστηκε στο να αναφερθεί σε κάποιους που κρύβονται από πίσω.