Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και
Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Ναυτεμπορική” (16/06/2023).
Μία από τις θέσεις που εκφράζει σταθερά το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών προς όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 12 χρόνων, σχετίζεται με την ανάγκη πάταξης της φοροδιαφυγής.
Το πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα φαίνεται ξεκάθαρα και από τις πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα. Όταν ο άνθρωπος που κατέχει τόσο κομβική θέση αποκαλύπτει ότι ενώ η κατανάλωση που δηλώνεται είναι 140 δισεκατομμύρια τα εισοδήματα που δηλώνονται ανέρχονται σε 80 δισεκατομμύρια, σημαίνει ότι κάτι πηγαίνει τελείως στραβά στον τομέα και της οικονομίας αλλά και της φορολογικής πολιτικής. Η διαφορά των 60 δισ. ευρώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα ενώ δεν μπορεί να αιτιολογηθεί και η κατανάλωση από ποσά που είχαν αποταμιευθεί στο παρελθόν, καθώς όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, δεν υπάρχει μείωση αλλά αύξηση καταθέσεων.
Οπότε η λογική λέει ότι αυτή η διαφορά που καταγράφεται οφείλεται σε αδήλωτα εισοδήματα. Παραοικονομία και φοροδιαφυγή συνεχίζουν να υπάρχουν κανονικά. Και το εντυπωσιακό είναι ότι δεν φαίνεται να ενοχλείται κανείς. Σαν να μιλάμε για μία κανονικότητα.
Μόνο που αυτό που συμβαίνει έχει και κάποιες συνέπειες. Ειδικά για τους συνεπείς φορολογούμενους που καλούνται να πληρώνουν φόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να ήταν λιγότεροι αν φορολογούνταν όλοι με τα πραγματικά δεδομένα.
Κατά την προεκλογική περίοδο άνοιξε για τα καλά η δημόσια συζήτηση για τη φορολογική πολιτική που εφαρμόζεται και κυρίως για τις θέσεις των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού. Από την πρώτη στιγμή τάχθηκα κατά της λήψης οριζόντιων μέτρων, καθώς θεωρώ άδικο να αντιμετωπίζονται οριζόντια φορολογούμενοι διαφορετικών «ταχυτήτων» και δυνατοτήτων. Πραγματική δικαιοσύνη σημαίνει να μην υπάρχουν αδήλωτα εισοδήματα, να μην είναι ο ένας στο απυρόβλητο και ο άλλος στο απόσπασμα και κυρίως να επωμίζονται βάρη στα οποία μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Αν η Πολιτεία είχε φροντίσει να πατάξει εδώ και χρόνια τη φοροδιαφυγή, η συζήτηση θα ήταν τελείως διαφορετική καθώς θα υπήρχαν επιπλέον κονδύλια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να μειωθούν οι έμμεσοι φόροι χωρίς τους δισταγμούς και τις δικαιολογίες που βλέπουμε έως σήμερα, να στηριχθούν αποτελεσματικότερα οι πιο ευάλωτοι, να είναι γενικότερα διαφορετικό το μείγμα οικονομικής και φορολογικής πολιτικής.
Η ισονομία απέναντι στους φόρους θα διευκόλυνε και τη γεφύρωση του χάσματος που υπάρχει σήμερα μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» επιχειρήσεων και θα εξαφάνιζε ή θα περιόριζε σημαντικά τον αθέμιτο ανταγωνισμό που παρατηρούμε στην αγορά. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι και η ριζική αντιμετώπιση του παρεμπορίου και του λαθρεμπορίου, παράγοντες που επίσης πλήττουν την υγιή επιχειρηματικότητα.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν έχει παταχθεί τόσα χρόνια η φοροδιαφυγή είναι γιατί προφανώς τα συμφέροντα είναι μεγάλα και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες πολλές. Οι μικρομεσαίοι ζητάμε το προφανές. Εφαρμογή των νόμων για όλους. Τέλος οι διαχωρισμοί σε παιδιά και αποπαίδια. Ο επιμερισμός των βαρών να γίνεται με αξιοκρατικά κριτήρια. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον, για την επιχειρηματική κοινότητα, την κοινωνία, τη χώρα.