Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου
Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στο περιοδικό “Επίκαιρα” (29/12/2022).
Καθώς μπαίνουμε στην «καρδιά» του χειμώνα, γίνεται όλο και πιο εμφανής η επίπτωση της ενεργειακής κρίσης στις οικονομίες, στις επιχειρήσεις και τις κοινωνίες όλης της Ευρώπης. Η εκτίναξη των τιμών στα καύσιμα και στα τρόφιμα, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, έχουν ως συνέπεια η Ευρώπη να καταγράφει τα υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού τα τελευταία 40 χρόνια. Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει απογοητευτική, καθώς οι κυβερνήσεις αδυνατούν να συμφωνήσουν σε κοινές λύσεις και συνεχίζουν να εφαρμόζουν διαφορετικά μέτρα στήριξης σε εθνικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα όλα δείχνουν ότι το 2023 θα είναι μια ακόμη πιο δύσκολη χρονιά, για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 τα νοικοκυριά κατέβαλαν πάνω από το 20% του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματός τους σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας. Από τον Απρίλιο του 2022 και μετά, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα έχουν χάσει μέχρι και το 40% της αγοραστικής τους δύναμης.
Τα χειρότερα έρχονται
Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο επιβίωσης, καθώς το λειτουργικό τους κόστος αυξάνεται, ενώ ο τζίρος στην αγορά συρρικνώνεται και η ρευστότητα περιορίζεται. Το βάρος των συσσωρευμένων υποχρεώσεων από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΑΑΔΕ, τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία φθάνουν συνολικά τα 113 δισ. ευρώ κι από αυτά σχεδόν 74 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρήσεις. Μόνο το Σεπτέμβριο του 2022 προστέθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ.
Το περιβάλλον γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό μετά την αύξηση των επιτοκίων, που αποφάσισαν οι κεντρικές τράπεζες για την τιθάσευση του πληθωρισμού. Πρόκειται για ένα μέτρο που μειώνει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και τις δυνατότητες κατανάλωσης των πολιτών, ενώ αυξάνει τη δυσκολία εξυπηρέτηση των οφειλών. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δάνεια σε καθυστέρηση έχουν ήδη αυξηθεί κατά 25%, με τη μεγάλη πλειονότητα να αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια. Ο κίνδυνος για ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων έρχεται όλο και πιο κοντά, όσο η ακρίβεια θα ροκανίζει τα εισοδήματα και το ράλι των επιτοκίων θα ανεβάζει το κόστος των δόσεων σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα.
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι παρά την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, οι τράπεζες διατηρούν σχεδόν μηδενικά τα επιτόκια των καταθέσεων, ενώ εξακολουθούν να κρατούν κλειστή τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων, ειδικά, επιχειρήσεων. Κλειστές για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα παραμένουν και οι «πόρτες» των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, μόνο 6 στις 100 μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατορθώνουν να χρηματοδοτήσουν επενδυτικά σχέδια μέσω προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, ενώ λιγότερες από 4 στις 100 έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Χιλιάδες υπό τον κίνδυνο του λουκέτου
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, χιλιάδες επιχειρήσεις κινδυνεύουν τους επόμενους μήνες να κλείσουν, με σοβαρές συνέπειες για την απασχόληση και για την κοινωνική συνοχή. Ακόμη περισσότερες είναι αυτές που κινδυνεύουν να χάσουν το «τρένο» της επόμενης μέρας, αφού αδυνατούν να εξασφαλίσουν την αναγκαία ρευστότητα για την υλοποίηση επιχειρηματικών σχεδίων και επενδύσεων.
Η στήριξη των επιχειρήσεων σε αυτή την κρίσιμη για όλη την Ευρώπη συγκυρία, είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφύγουμε ένα κύμα πτωχεύσεων στο επόμενο διάστημα, αλλά και να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι άμεση ανάγκη να επανεξετάσει η κυβέρνηση το αίτημα της αγοράς για ρύθμιση των 120 δόσεων, για το σύνολο των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα μέτρο που μπορεί να δώσει ανάσα ρευστότητας σε χιλιάδες επιχειρήσεις, να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα και να στηρίξει, παράλληλα, τα δημόσια έσοδα.
Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρξει ριζικός ανασχεδιασμός σχετικά με την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ, ώστε να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Χρειάζεται, ειδικότερα, διεύρυνση των επιλέξιμων κλάδων και επενδυτικών σχεδίων, δράσεις και προσκλήσεις περισσότερο προσαρμοσμένες στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Να προσαρμοστούν και οι τράπεζες
Ταυτόχρονα οφείλουν, βεβαίως, και οι τράπεζες να προσαρμόσουν τη στάση τους στα δεδομένα και στις ανάγκες της δύσκολης συγκυρίας που βιώνουμε. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί η αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις, η οποία βελτίωνε σημαντικά το κλίμα στην αγορά και στην κοινωνία. Κυρίως, θα είναι σημαντικό να επιστρέψει ο τραπεζικός τομέας στην άσκηση του πρωταρχικού ρόλου τους, που είναι η χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, για την πραγματοποίηση επενδύσεων με προστιθέμενη αξία για την οικονομία.
Σε μια περίοδο όπου η οικονομία της Ευρώπης κλυδωνίζεται, πρέπει να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να κρατηθεί όρθια η αγορά και η κοινωνία. Τα δύσκολα είναι ακόμα μπροστά. Είναι ώρα για αφύπνιση και γενναίες αποφάσεις.