Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου Ε.Ε.Α. και επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά,
στην εφημερίδα Real News (18/06/2023).
Η συζήτηση περί αυτοδύναμων κυβερνήσεων -που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα διλήμματα αυτών των εκλογών- αναδεικνύει μια μεγάλη διαφορά πολιτικής κουλτούρας μεταξύ της Ελλάδας και των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Σήμερα, σε 30 από τις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου κυβερνούν σχηματισμοί κομμάτων, με τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις να αποτελούν την εξαίρεση. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι κανονικότητα σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Γερμανία, η Ισλανδία κ.ά.
Είναι αλήθεια ότι σε πολλές από αυτές τις χώρες ισχύουν αναλογικά εκλογικά συστήματα, που καθιστούν δύσκολη τη διασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας. Ωστόσο, το βασικό κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ανεπτυγμένη κουλτούρα συνεργασιών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα συγκυβερνώντα κόμματα δεν έχουν απαραίτητα ιδεολογική συγγένεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν αντιλαμβάνονται τη μεταξύ τους συνεργασία ενοχικά, αλλά ως καθήκον που επιβάλλεται από τη λαϊκή εντολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Βέλγιο κυβερνάται από συνασπισμό επτά κομμάτων, η Γερμανία από τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, η Αυστρία από συνασπισμό του Λαϊκού Κόμματος και των Πρασίνων, η Ολλανδία από τετρακομματική κυβέρνηση Φιλελεύθερων και Κεντροδεξιών.
Οι διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία κυβερνητικών σχηματισμών γίνονται είτε προεκλογικά, είτε μετεκλογικά. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, είναι παράδοση τα κόμματα που συμμετέχουν σε πολυκομματικές κυβερνήσεις να υπογράφουν δεσμευτικά συμβόλαια συνεργασίας, μετά από μια μακρά διαδικασία συζητήσεων. Εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό των χωρών με παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας είναι η ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης, η οποία μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα ενόσω τα κόμματα διαπραγματεύονται για τον σχηματισμό κυβερνήσεων.
Η χώρα μας βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, με τις κυβερνήσεις συνεργασίας να αντιμετωπίζονται ως εξαίρεση ή και ως απειλή που χρειάζεται να αποφευχθεί. Στην ιστορική διαδρομή της νεότερης Ελλάδας οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι λίγες. Εχουν προκύψει μέσα από διαφορετικά εκλογικά συστήματα, κυρίως εξαιτίας εξωτερικών οικονομικών και πολιτικών συγκυριών και όχι στη βάση προγραμματικών συμφωνιών. Στην πλειονότητά τους υπήρξαν προσωρινές ή βραχύβιες, ενώ αρκετά από τα κόμματα που συμμετείχαν υποστηρικτικά σε κυβερνήσεις συνεργασίας είδαν τα εκλογικά ποσοστά τους να μειώνονται στη συνέχεια.
Η παράδοση αυτή έχει αποδοθεί από τους ειδικούς σε μια σειρά από χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, όπως ο προσωποκεντρικός χαρακτήρας των κομμάτων, η πολιτική πόλωση, αλλά και η ταύτιση της κυβερνητικής εξουσίας με τον έλεγχο -και ενίοτε τη νομή- του κράτους. Στην Ελλάδα η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και στα διαστήματα που μεσολαβούν μέχρι την ανάδειξη αυτοδύναμων ή μη κυβερνήσεων παραλύει.
Η ύπαρξη εκλογικών νόμων που ευνοούν τον σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων δεν είναι τόσο η αιτία, όσο η αντανάκλαση μιας κουλτούρας που φαίνεται να έχει διαποτίσει την κοινωνική αντίληψη. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών σε περιβάλλον απλής αναλογικής έδειξε ότι και οι ίδιοι οι πολίτες αντιλαμβάνονται την κυβερνητική αυτοδυναμία ως συνθήκη κανονικότητας.
Ωστόσο, απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας, η ανάγκη για διάλογο και σύγκλιση σε μείζονα ζητήματα θα γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Θέματα όπως η παιδεία, η ισόρροπη ανάπτυξη, η δημόσια υγεία, το περιβάλλον, το μεταναστευτικό, η καταπολέμηση ανισοτήτων και αποκλεισμών, χρειάζονται διαχείριση και όραμα, το οποίο υπερβαίνει τα όρια του εκλογικού κύκλου. Απαιτούν ποιοτικό δημόσιο διάλογο, συμβιβασμούς και σοβαρές συνεργασίες, οι οποίες κατευθύνονται από αίσθημα ευθύνης απέναντι στους πολίτες και στις γενιές που ακολουθούν.
Ισως είναι ώρα και για την Ελλάδα να αποκτήσει ένα πιο ώριμο πολιτικό σύστημα, στο οποίο κυρίαρχο ζητούμενο δεν θα είναι η αυτοδυναμία, αλλά η συνένωση δυνάμεων κάτω από κοινές αξίες και προτάσεις για το μέλλον.