Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού
Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Το Ποντίκι”
Όλο και πιο δύσκολα τα βγάζει πέρα το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα, όπως καταδεικνύει κάθε νέα έρευνα που βλέπει το φως της δημοσιότητας εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο.
Από τη μία ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, που δεν αφήνει ανεπηρέαστο κυριολεκτικά κανένα προϊόν ή υπηρεσία, και από την άλλη οι πενιχροί και καθηλωμένοι στα χαμηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα μισθοί έχουν φέρει «στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων καταναλωτών, που βλέπουν σήμερα την όποια αγοραστική τους δύναμη να εξανεμίζεται πιο γρήγορα από ποτέ.
Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν τα πλέον πρόσφατα συμπεράσματα έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με την οποία πάνω από τα μισά νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες και αυτό συνδέεται με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και των ειδών διατροφής, οι οποίες αποτελούν για σχεδόν έξι στα δέκα νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι καταναλωτές σχεδόν από τα μέσα του μήνα και μέχρι να μπει ο επόμενος μισθός δεν έχουν χρήματα ούτε για τα απαραίτητα, με συνέπεια είτε να τα στερούνται είτε να υποχρεώνονται να δανειστούν με τα πολύ υψηλά επιτόκια που έχουν διαμορφωθεί σήμερα στην αγορά, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να μπουν κι αυτοί (αν δεν είναι ήδη) στην τεράστια «μαύρη λίστα» των κόκκινων δανειοληπτών της χώρας μας.
Και το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει να αντιμετωπίσει αυτό το τόσο σοβαρό πρόβλημα με την απόλυτα επιδερμική προσέγγιση των διάφορων κουπονιών και «καλαθιών του νοικοκυριού» που, όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα μέχρι στιγμής, όχι μόνο δεν βοηθούν την αγορά, αλλά, επειδή «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό, καταλήγουν σε πολλές περιπτώσεις να οδηγούν σε περισσότερες αυξήσεις από ό,τι μειώσεις τιμών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από την ίδια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει πως η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον σημειώνουν αρνητικό πρόσημο, καθώς πάνω από τα μισά νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί το 2023, κάτι που είχε να παρατηρηθεί από το 2018.
Δηλαδή είναι προφανές ότι τα νοικοκυριά δέχονται συνεχή πίεση τόσο από την πλευρά των εσόδων τους που δεν αυξάνονται όσο και από τα έξοδα που πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να λειτουργούν συνεχώς πιο αμυντικά σε ό,τι αφορά τις καθημερινές αγορές τους. Και φυσικά αυτή η πίεση μεταφέρεται άμεσα στην επιχειρηματικότητα και ιδιαίτερα τη μικρομεσαία, που ο μόνος τρόπος που έχει για να επιβιώσει είναι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότερες πολυεθνικές και γενικότερα οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφαλαιακά διαθέσιμα, αλλά και την ευκολότερη πρόσβαση σε φθηνά χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται για μεγάλο χρονικό διάστημα στις υποχρεώσεις τους ακόμα και με ζημιές.
Για όλους τους παραπάνω λόγους χρειάζεται να δημιουργηθεί άμεσα τόσο για τα μικρομεσαία νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις ένα «δίχτυ ασφαλείας», που θα σταματήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, την ελεύθερη πτώση στην οποία βρίσκονται. Ήδη το πρώτο «αλεξίπτωτο» με τα μέχρι στιγμής μέτρα για την αγορά αποδείχτηκε ελαττωματικό. Αν η κυβέρνηση δεν φροντίσει να ανοίξει άμεσα το «εφεδρικό», τότε η σύγκρουση, όπως αποκαλύπτουν δυστυχώς τα στοιχεία, έρχεται πολύ σύντομα και αναμένεται μοιραία για δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας.